-
1 ὑπο-κλονέω
ὑπο-κλονέω, ein wenig bewegen, schwingen, erschüttern. – Pass., ὑποκλονέεσϑαι ἐάσω Πηλείδῃ Il. 21, 556, entspricht dem φοβέεσϑαι u. φεύγειν in v. 554. 558, sich fliehend vor Einem tummeln.
См. также в других словарях:
υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» … Dictionary of Greek